φρακοφόρος

φρακοφόρος
ο, Ν
1. αυτός που φορεί φράκο
2. ειρων. νεκροπομπός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φράκο + -φόρος*. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Εφημερίς].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • φρακοφόρος — ο αυτός που φοράει φράκο (βλ. λ.), που είναι ντυμένος με βελάδα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”